ακινητοποίητος

ακινητοποίητος
-η, -ο [ακινητοποιώ]
αυτός που δεν κινητοποιήθηκε, που δεν τέθηκε σε κίνηση, ο ακίνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακινητοποίητος — η, ο αυτός που δεν μπήκε σε κίνηση, σε ενέργεια: Και μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος ο λαός έμεινε ακινητοποίητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακινητοποιώ — 1. κάνω κάποιον ή κάτι ακίνητο, εξαναγκάζω σε ακινησία 2. φρ. «ακινητοποιώ τα κεφάλαια μου», διαθέτω το ρευστό χρήμα για την αγορά ακινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακίνητος + ποιώ η λ. ως όρος οικονομικός, ιατρικός ή στρατιωτικός πιθανώς να είναι απόδοση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”